[ΕΝΑΣ πολύ ωραίος θρύλος που σχετίζεται με τα πάθη του Χριστού είναι ο παρακάτω. Μας τον μεταφέρει η κα Δέσποινα Τζιάκη. Βρίσκεται στο διακδικτυακό τόπο http://www.kandanos.eu/node/1842]
Ο ΚΟΚΚΙΝΟΛΑΙΜΗΣ- (λαϊκός θρύλος της Κρήτης- λαογραφία Μεγάλης Εβδομάδας)
“Με ιστορίες, θρύλους και παραδόσεις ο λαός μας έχει εμπλουτίσει κάθε γεγονός της θρησκευτικής και κοινωνικής του ζωής. Πολλές και ενδιαφέρουσες ιστορίες για τη Μεγάλη Εβδομάδα έχουμε ακούσει στα χωριά μας από προφορικές αφηγήσεις και άλλες τις διαβάζουμε σε βιβλία και συλλογές, όπως στο θαυμάσιο βιβλίο του Βασίλη Χαρωνίτη «Θρύλοι και παραδόσεις για τη Μεγάλη Εβδομάδα και τη Λαμπρή» , Χανιά 1995
Τον παρακάτω συγκινητικό μύθο για τον κοκκινολαίμη έχω ακούσει προφορικά αλλά τον συνάντησα και στο βιβλίο που αναφέραμε παραπάνω. Και όπως ταιριάζει στους μύθους και στις παραδόσεις τον μεταφέρω με τα δικά μου λόγια:
Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, τον ουρανό και τη γη, τον ήλιο και το φεγγάρι, τις πηγές και τα ποτάμια. Έφτιαξε τα δέντρα, τα φυτά και τα λουλούδια, τα έντομα, τα πουλιά, τα θηλαστικά και τον άνθρωπο. Έκατσε μετά να ξεκουραστεί και να θαυμάσει το έργο του.
Χιλιάδες πουλάκια φτεροκοπούσαν και γλυκολαλούσαν ολόγυρα. Ένα μικρό γκρίζο πουλάκι ήρθε και έκατσε πάνω στο δεξί χέρι του Θεού.
– Καλώς τον κοκκινολαίμη μου!, του είπε ο Θεός χαμογελώντας.
Το πουλάκι τον κοίταξε με απορία και τον ρώτησε:
– Γιατί Θεέ μου με φωνάζεις κοκκινολαίμη; Δεν έχω κόκκινα φτερά, σταχτούλη θα μου ταίριαζε να μ΄ ονομάσεις.
– Εγώ σε βάφτισα κοκκινολαίμη, κι έτσι θα σε λένε. Όσο για τα κόκκινα φτερά σου, σαν έρθει η ώρα μόνος σου θα τα κοκκινίσεις.
Πέρασε καιρός, μέρες και μήνες πέρασαν και χρόνια ολόκληρα. Ο κοκκινολαίμης έφυγε από τον παράδεισο, ταξίδεψε, πήγε με τους ανθρώπους στα χωριά, στις πολιτείες.
Φτεροκοπούσε πότε στα δάση, πότε στα χωράφια, πότε κοντά στα σπίτια των ανθρώπων. Κι έβλεπε γύρω του τον κόσμο ν΄ αλλάζει. Μόνο τα δικά του φτερά δεν άλλαζαν, γκρίζα ήτανε και τότε που τον έφτιαξε ο Θεός, γκρίζα και τώρα !
Γέρασε πια, κουράστηκε να περιμένει. Τα παιδιά και τα εγγόνια του γεννήθηκαν και μεγάλωσαν γκρίζα κι αυτά. Απελπίστηκε και το πήρε απόφαση πως σταχτόχρωμο πουλάκι γεννήθηκε και σταχτόχρωμο θα πεθάνει.
Μια μέρα όμως, σκοτεινή και συννεφιασμένη, αναστατωμένο από φωνές και φασαρία που ακουγότανε ολόγυρα, βγήκε με δυσκολία από τη φωλιά του. Άνθρωποι πολλοί ανηφόριζαν το λόφο φωνάζοντας κι ένα σύννεφο σκόνης απλώνονταν παντού. Μέσα στο πλήθος διέκρινε τρεις ανθρώπους να κουβαλάνε από ένα ξύλινο σταυρό ο καθένας. Τους ακολούθησε χαμηλοπετώντας από κλαδί σε κλαδί και είδε πως όταν έφτασαν στην κορυφή του λόφου σταύρωσαν τους τρεις ανθρώπους και στον μεσαίο φόρεσαν ένα αγκάθινο στεφάνι. Το πουλάκι τον λυπήθηκε γιατί πρόσεξε ότι το πρόσωπό του σκορπούσε καλοσύνη και αγάπη. Τον κοιτούσε με λύπη και στοργή και το βλέμμα του έμεινε κολλημένο στ’ αγκάθια που καρφώνονταν και πλήγωναν το δέρμα του Χριστού. Μ’ όση δύναμη είχε απομείνει στο γερασμένο του σώμα φτερούγισε κοντά του και με τη μυτίτσα του τράβηξε ένα ένα τ’ αγκάθια. Τότε μια σταγόνα από το αίμα του Χριστού κύλησε πάνω στο λαιμό του και έβαψε τα φτερά του. Τα κοίταξε με ικανοποίηση και χαμογελώντας έκανε το τελευταίο του φτερούγισμα.
Από τότε όλοι οι κοκκινολαίμηδες έχουν κόκκινα φτερά γύρω από το λαιμό τους και το κελάηδημά τους είναι καθαρό, γλυκό μα και λίγο μελαγχολικό”. –
(απόδοση: Τζιάκη Δέσποινα)
———————————————————————